- εὐφραδίη
- εὐφραδ-ίη, ἡ, [dialect] Ion. and poet. for εὐφράδεια, IG14.1294.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευφραδίη — εὐφραδίη, ἡ (Α) ιων. και επικ. τ., βλ. ευφράδεια … Dictionary of Greek
εὐφραδίῃ — εὐφραδίη fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐφραδίης — εὐφραδίη fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐφραδίᾳ — εὐφραδίαι , εὐφραδίη fem nom/voc pl εὐφραδίᾱͅ , εὐφραδίη fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευφράδεια — η (Α εὐφράδεια, ιων. και επικ. τ. εὐφραδίη) [ευφραδής] ευγλωττία, ευχέρεια λόγου νεοελλ. καλλιέπεια, γλαφυρότητα αρχ. η ορθή χρήση τής γλώσσας («τῶν μέγα δυνηθέντων ἐν εὐφραδείᾳ καὶ ἑλληνισμῷ παλαιῶν», Σέξτ. Εμπ.) … Dictionary of Greek